Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

νυχτερινοί επισκέπτες



Ο ήλιος φωτίζει το πρόσωπό μου, το παράθυρο μπάζει αέρα
και η κουρτίνα μου χαϊδεύει τη μύτη.
Δεν το αξίζω αυτό.
Θα πω ένα τραγούδι σήμερα,
ένα τραγούδι που δεν θα καταλήξει σε ουρλιαχτό.
Θα έμενα έτσι και αλλιώς σπίτι.
Θα διεκπεραιώσω τη μέρα μου.


Μέρα με ημερομηνία λήξης εξ ορισμού...

- και η νύχτα τι κάνει, ρώτησε.
- υφαίνει το δίχτυ του χάους της.
- τι εννοείς;
- πρέπει πάντα να εννοώ κάτι; Δε σ αρκεί που απλά κείμαι εδώ;
- όχι, απάντησε.
Και γύρισε μια ακόμα σελίδα,
διεκπεραιωτικά.


Σελίδες χωρίς αρίθμηση. Γιατί να μετράς μέρες που στην ουσία δεν τις έζησες;
Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να κάνω, αλλά οι μέρες μου παραμένουν άδειες.
Μακάρι να πετούσα,
είναι τόσα πολλά τα αστέρια και τα σύννεφα που θέλω να πιάσω,
να κυνηγώ μέρα νύχτα,
αλλά η λογική με σταματά και μου φωνάζει "σταμάτα, σταμάτα να κυνηγάς τα σύννεφα και πήδα."


Κυνηγώντας μια χίμαιρα, πνίγηκε η φωνή της Λογικής.
Κάπου στα ανοιχτά του δειλινού ξεβράστηκε μια στάλα άναρθρης ψυχής.

-που ήσουν; της είπαν τα αστέρια.
-μετρούσα σελίδες, 
έκοβα λέξεις, 
έπλεκα συναισθήματα, 
άκουγα δάκρυα, 
μέχρι να φτιάξω μια
σκάλα 
να σας φτάσω.

Τα αστέρια έσβησαν μέσα στην ακύμαντη άβυσσο, κι έμεινε το πρόσωπο 
να φέγγει στο σκότος της Ψυχής


Πρόσωπο άφθαρτο, στο σώμα ενός προσωπείου. Μα που τελειώνει 
κ που αρχίζει 
ο Άνθρωπος;

Σε μια τυχαία συνάντηση, ακούστηκε ο ψίθυρος των μισοσβησμένων άστρων, κάτω απ’ το δέρμα της θάλασσας.


Εκείνη κι εκείνος έγραψαν το ποίημα
Συνεργατικά
κι ίσως έτσι να μη χρειάζεται
απόλυτη ακρίβεια
στο τι έκανε εκείνη
και στο τι έκανε εκείνος

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

εν λήμνω 1.

©monet Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια: δε χαρίζεται κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Τι απλουστεύσεις, τι γενικεύσεις, δεν είναι έτσι. Είναι άχαροι οι άνθρωποι, αχέροντες, στα νερά τους κάνουν βαρκάδα οι εξαιρέσεις κι οι εξειδικεύσεις. Βουλιάζει εντός ο κόσμος. (Κι) οι πιο ωραίες λέξεις, που έχω μάθει χωράνε μέσα τους ολόκληρη την λέξη ποίηση. Καμιά φορά για ν' αποφύγω την καταβύθιση, σκέφτομαι λέξεις, όπως κο(μ)πος-το-ποίηση. Χαρο-ποίηση: χάρη, χαρά, χάρος. Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια, δεν πεθαίνει κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να γλιτώσω -βουλιάζω- εμπρός! Όσες λέξεις μπορώ να σκεφτώ γρηγορότερα με β' συνθετικό την -ποίηση. Να! Μια μεγάλη οικογένεια λέξεων. Γεμάτη χαρά. Γεμάτη χάρη. Γεμάτη χάρο. Τόσο ξεκάθαρο, όσο ανώφελο. *εκείνη μίλησε με γράμματα πλαγιαστά / εκείνος μίλησε με γράμματα παχιά. Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης. >> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επό

αποκαλόκαιρο*

Σου είπα, Όσα ξεκινήσαμε διαδικαστικά κι απρόθυμα, βρίσκονται απείθαρχα πεταμένα σε ξεχασμένα οστεοφυλάκια της μνήμης. “Και μας ευγνωμονούν”, συμπλήρωσες. "Και μας ευγνωμονούν, όπως θες", σου είπα. Η ευγνωμοσύνη κι η συγχώρεση επειδή είναι οι δύο όψεις του τέλους, είτε στοιβαγμένο σε δημοτικά οστεοφυλάκια ή ιδιωτικά συρτάρια με αναμνηστικά. "Αλλά και δε τα αφοράμε, όσο κι αν μας αφορούν", συμπλήρωσα. Και σε συγκράτησα πριν πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα προϊόντα του χρόνου, προϊόντος του χρόνου. Ήξερα πως θα μπλέξεις το νήμα με λέξεις, άλλη μια ακροβασία στην λήθη και την μνήμη. "Να θυμάσαι ή να ξεχνάς; Πες μου με μια λέξη" Έτσι, βιαστικά σε πρόλαβα. Και σε συγκράτησα γνωρίζοντας πως θα πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα προϊόντα του χρόνου, προϊόντος του χρόνου. Κι εσύ μ

λύτρωση.

©ikb Αφήνω στο φως τη σκιά μου σαν ένα μαντήλι που το φοράει σα γάντι ο αέρας, αν ποτέ η σκιά μένει σε ένα σημείο ή αν όχι, ας πάει πέρα-δώθε καθηλωμένη στο φανταστικό παρόν της. Ας μένει πάντα εδώ, τόσο παντού, ψίθυρος, μνήμη, φαντασία, εδώ, πουθενά -φόρα με, Συ- καθηλωμένη στο σημείο της πρώτης συνάντησης. Άλλωστε η φόρα είχε από εκείνη την μέρα την φορά μιας φθοράς παρατεταμένης. Άσε με -εμένα και τις παρηχησεις μου- μια φορά να λαμπύριζες στις ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες των νευρώνων μου καθώς σε αγγίζω, αλλά να που η φθορά πήρε τη λάμψη της λιακάδας. Αβέβαιος παραμένω, αβέβαιος, όπως χθες στο λιόγερμα που είδα εσένα ή διάβασα για εσένα πρώτη φορά, είμαι σαστισμενος και αβέβαιος, αβέβαιος τόσο που χάνω και το φύλο μου, δεν έχει σημασία καν το σώμα Μου, μουδιασμένος, αβέβαιη, όπως χτες -ας πω χτες, αν και πια δεν ξέρω- που είδα ή διάβασα ή άκουσα για σένα πρώτη φορά -αν ήταν κι η πρώτη- είμαι σαστισμένη κι αβέβαιος και σίγουρα καθηλωμένος πέρα-δώθε πηγαίνοντας στο σημείο της