Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

πανηγύρι.

©pollock


Όλα τ' αυτονόητα κάποια στιγμή θα μάς αφήσουν το χέρι για
μια στιγμή στο πανηγύρι και θα χαθούν στο πλήθος.
Σαν ενόχλημα στο στομάχι από γεύση μπερδεμένη, σουβλάκι
με χαλβά και με μια ατελείωτη βουή γεννήτριας
οι μέρες θα περνάνε.
Οι μέρες που περνάνε δεν είναι οι μέρες που θα έρχονταν. "Είμαστε πάντα
στο μεσοδιάστημα και στη μετάβαση, στον μεσαίωνα" ήταν
η τελευταία σοβαρή μας κουβέντα. Είπες "διψάω"
και το έσκασες κι εσύ σαν αυτονόητο.
Κι ίσως ζηλεύω ακόμη. Τώρα πιο πολύ από ποτέ. Την δύναμη της δίψας και
της αλαζονικής σου περιέργειας. Δεν ήμουν εγώ ο πρώτος που χάθηκα λοιπόν.
Όλα τ' αυτονόητα κάποτε θα χαθούν. Οι
μέρες που δεν έρχονται είναι κι οι μέρες που δεν περνάνε. Ο πόνος στο στομάχι
πια θυμίζει εσένα
κι εσένα.


*εκείνη μίλησε με γράμματα στητά / εκείνος μίλησε με γράμματα επιτονισμένα.
Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης.
>> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επόμενου στίχου σε ταυτόχρονο chatting με πλήρη αποκάλυψη εξαρχής κάθε προηγούμενου στίχου για τη συνέχιση του επόμενου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

εν λήμνω 1.

©monet Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια: δε χαρίζεται κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Τι απλουστεύσεις, τι γενικεύσεις, δεν είναι έτσι. Είναι άχαροι οι άνθρωποι, αχέροντες, στα νερά τους κάνουν βαρκάδα οι εξαιρέσεις κι οι εξειδικεύσεις. Βουλιάζει εντός ο κόσμος. (Κι) οι πιο ωραίες λέξεις, που έχω μάθει χωράνε μέσα τους ολόκληρη την λέξη ποίηση. Καμιά φορά για ν' αποφύγω την καταβύθιση, σκέφτομαι λέξεις, όπως κο(μ)πος-το-ποίηση. Χαρο-ποίηση: χάρη, χαρά, χάρος. Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια, δεν πεθαίνει κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να γλιτώσω -βουλιάζω- εμπρός! Όσες λέξεις μπορώ να σκεφτώ γρηγορότερα με β' συνθετικό την -ποίηση. Να! Μια μεγάλη οικογένεια λέξεων. Γεμάτη χαρά. Γεμάτη χάρη. Γεμάτη χάρο. Τόσο ξεκάθαρο, όσο ανώφελο. *εκείνη μίλησε με γράμματα πλαγιαστά / εκείνος μίλησε με γράμματα παχιά. Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης. >> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επό

αποκαλόκαιρο*

Σου είπα, Όσα ξεκινήσαμε διαδικαστικά κι απρόθυμα, βρίσκονται απείθαρχα πεταμένα σε ξεχασμένα οστεοφυλάκια της μνήμης. “Και μας ευγνωμονούν”, συμπλήρωσες. "Και μας ευγνωμονούν, όπως θες", σου είπα. Η ευγνωμοσύνη κι η συγχώρεση επειδή είναι οι δύο όψεις του τέλους, είτε στοιβαγμένο σε δημοτικά οστεοφυλάκια ή ιδιωτικά συρτάρια με αναμνηστικά. "Αλλά και δε τα αφοράμε, όσο κι αν μας αφορούν", συμπλήρωσα. Και σε συγκράτησα πριν πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα προϊόντα του χρόνου, προϊόντος του χρόνου. Ήξερα πως θα μπλέξεις το νήμα με λέξεις, άλλη μια ακροβασία στην λήθη και την μνήμη. "Να θυμάσαι ή να ξεχνάς; Πες μου με μια λέξη" Έτσι, βιαστικά σε πρόλαβα. Και σε συγκράτησα γνωρίζοντας πως θα πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα προϊόντα του χρόνου, προϊόντος του χρόνου. Κι εσύ μ

λύτρωση.

©ikb Αφήνω στο φως τη σκιά μου σαν ένα μαντήλι που το φοράει σα γάντι ο αέρας, αν ποτέ η σκιά μένει σε ένα σημείο ή αν όχι, ας πάει πέρα-δώθε καθηλωμένη στο φανταστικό παρόν της. Ας μένει πάντα εδώ, τόσο παντού, ψίθυρος, μνήμη, φαντασία, εδώ, πουθενά -φόρα με, Συ- καθηλωμένη στο σημείο της πρώτης συνάντησης. Άλλωστε η φόρα είχε από εκείνη την μέρα την φορά μιας φθοράς παρατεταμένης. Άσε με -εμένα και τις παρηχησεις μου- μια φορά να λαμπύριζες στις ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες των νευρώνων μου καθώς σε αγγίζω, αλλά να που η φθορά πήρε τη λάμψη της λιακάδας. Αβέβαιος παραμένω, αβέβαιος, όπως χθες στο λιόγερμα που είδα εσένα ή διάβασα για εσένα πρώτη φορά, είμαι σαστισμενος και αβέβαιος, αβέβαιος τόσο που χάνω και το φύλο μου, δεν έχει σημασία καν το σώμα Μου, μουδιασμένος, αβέβαιη, όπως χτες -ας πω χτες, αν και πια δεν ξέρω- που είδα ή διάβασα ή άκουσα για σένα πρώτη φορά -αν ήταν κι η πρώτη- είμαι σαστισμένη κι αβέβαιος και σίγουρα καθηλωμένος πέρα-δώθε πηγαίνοντας στο σημείο της