©schiele |
Οι μέρες μάς βαραίνουν πιο πολύ από τα χρόνια και σώματα πιο πολύ από ιδέες
που νηπενθείς χορεύουν στα συρτάρια της λήθης την απαρηγόρητη μελωδία,
που μην πενθείς, συνορεύουν στα συρτάρια με ό,τι θυμάσαι και πια δεν τα ακούς.
Με τ' αβίδωτο χερούλι παλεύει η σωρεία να νικήσει τον χρόνο, τον χορό κι έναν απείθαρχο Θεό.
Με το ξεβιδωμένο χέρι του να στέκει στη μεριά του στο κρεβάτι -αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στη μεριά μου και το συρτάρι στο κομοδίνο- και να παλεύει η σωρός μου να νικήσει τον χρόνο μας, τον χώρο μας κι τον ανθυπείθαρχο θεό μας
και έτσι που στάζει στο μαξιλάρι το όνειρο και ο ύπνος προσκρούει στις εποχές, λιτανεύω για πράγματα αδιάφανα κι ίσως αδηφάγα.
Οι μέρες μάς βαραίνουν πιο πολύ από τα χρόνια και σώματα πιο πολύ από ιδέες και τα λόγια πιο από τα πράγματα. Με ρουφά κ με φτύνει, μια Σκύλλα, μια Χάρυβδη το μαξιλάρι κι οι εποχές βγάζουν ανθό στο σημείο του τραύματος κι εμείς βγάνουμε φτερό στο σημείο που πλακώνουμε στον ύπνο μας κι οι λιτανείες μας είναι για νερό και έρωτα και ίσως να λιτανεύουμε μόνο και μόνο για τη λιτανεία κι αυτό από μόνο του είναι πράγμα αδιάφανο κι ίσως αδηφάγο.
Κι όταν ξυπναμε με μάτια φουσκωμένα και στόμα άδειο και δάχτυλα μουδιασμένα, τότε ας ειν' τα χρόνια και τα σώματα κι οι ιδέες ανάλαφρα σαν πέντε λεπτά, σαν χρόνος που ξεδιψά, σαν άγγιγμα που γλυστρά.
Οι μέρες μάς βαραίνουν πιο πολύ από τα χρόνια και σώματα πιο πολύ από τις ιδέες και τα λουλούδια πιο πολύ από τις πληγές.
*εκείνη μίλησε με γράμματα ίσια / εκείνος μίλησε με γράμματα παχιά.
Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης.
>> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επόμενου στίχου εκεί που το άφησε ο άλλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου