Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

αποκαλόκαιρο*



Σου είπα, Όσα ξεκινήσαμε διαδικαστικά κι απρόθυμα, βρίσκονται
απείθαρχα
πεταμένα σε ξεχασμένα οστεοφυλάκια της μνήμης.
“Και μας ευγνωμονούν”, συμπλήρωσες.

"Και μας ευγνωμονούν, όπως θες", σου είπα. Η ευγνωμοσύνη
κι
η συγχώρεση
επειδή
είναι οι δύο όψεις του τέλους, είτε
στοιβαγμένο σε δημοτικά οστεοφυλάκια ή
ιδιωτικά συρτάρια με αναμνηστικά.
"Αλλά και δε τα αφοράμε, όσο κι αν μας αφορούν", συμπλήρωσα.

Και σε συγκράτησα πριν πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου
θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα
προϊόντα του χρόνου,
προϊόντος του χρόνου.
Ήξερα πως θα μπλέξεις το νήμα με λέξεις, άλλη μια ακροβασία στην λήθη και την μνήμη.
"Να θυμάσαι ή να ξεχνάς; Πες μου με μια λέξη" Έτσι, βιαστικά σε πρόλαβα.


Και σε συγκράτησα γνωρίζοντας πως θα πεις πως πολλές άθλιες συρραφές του χρόνου
θα έπρεπε να εξοστρακίσουμε και να διαιρέσουμε τα συρτάρια με τα
προϊόντα του χρόνου,
προϊόντος του χρόνου.
Κι εσύ μπορεί να ήξερες πως κάπως βιαστικά θα σε προλάβαινα,
μα δε με συγκράτησες από το να σου πω
"Να θυμάσαι ή να ξεχνάς; Πες μου με μια λέξη".

Και δεν είπες τίποτα, μόνο άπλωσες το βλέμμα στο κύμα, λες και μετρούσες τους παφλασμούς της νηπενθούς θάλασσας,
ξεμάκραινε και μαζευόταν πίσω ξανά και ξανά
κι
ήταν αυτή, η πιο ποιητική απάντηση που μου είχες ποτέ δώσει κι ας είχαμε πει λέξεις αμέτρητες.

Κι όλη η ποίηση που δε γράφτηκε ποτέ
μάς έμοιασε γραμμένο, πεπρωμένο.
Κι όλη η θάλασσα που δεν κυμάτισε στα πόδια μας,
που δε μετρήθηκε στο χέρι σου
μάς έγινε μια θάλασσα εντός κι επί των σωματικών υγρών μας ύλη.
Κι όλος εσύ κι όλη εγώ γίναμε αντίστοιχα μνήμη και λήθη, όψη διπλή της κάθε αρχής.
"Κι έτσι αφοράμε ο ένας τον άλλον, όσο κι αν δε μας αφορά" σχολίασα.


*εκείνη μίλησε με γράμματα πλαγιαστά / εκείνος μίλησε με γράμματα σιαγμένα.
Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης.
>> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επόμενου στίχου εκεί που το άφησε ο άλλος μέσω του messenger του facebook.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

εν λήμνω 1.

©monet Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια: δε χαρίζεται κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Τι απλουστεύσεις, τι γενικεύσεις, δεν είναι έτσι. Είναι άχαροι οι άνθρωποι, αχέροντες, στα νερά τους κάνουν βαρκάδα οι εξαιρέσεις κι οι εξειδικεύσεις. Βουλιάζει εντός ο κόσμος. (Κι) οι πιο ωραίες λέξεις, που έχω μάθει χωράνε μέσα τους ολόκληρη την λέξη ποίηση. Καμιά φορά για ν' αποφύγω την καταβύθιση, σκέφτομαι λέξεις, όπως κο(μ)πος-το-ποίηση. Χαρο-ποίηση: χάρη, χαρά, χάρος. Κοίτα, είναι ξεκάθαρο πια, δεν πεθαίνει κανείς. Καθείς κοίτα, την χάρη και την χαρά. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να γλιτώσω -βουλιάζω- εμπρός! Όσες λέξεις μπορώ να σκεφτώ γρηγορότερα με β' συνθετικό την -ποίηση. Να! Μια μεγάλη οικογένεια λέξεων. Γεμάτη χαρά. Γεμάτη χάρη. Γεμάτη χάρο. Τόσο ξεκάθαρο, όσο ανώφελο. *εκείνη μίλησε με γράμματα πλαγιαστά / εκείνος μίλησε με γράμματα παχιά. Όπου εκείνη, Νεφέλη / όπου εκείνος, Σταμάτης. >> το κείμενο δημιουργήθηκε με την συνέχιση κάθε επό

λύτρωση.

©ikb Αφήνω στο φως τη σκιά μου σαν ένα μαντήλι που το φοράει σα γάντι ο αέρας, αν ποτέ η σκιά μένει σε ένα σημείο ή αν όχι, ας πάει πέρα-δώθε καθηλωμένη στο φανταστικό παρόν της. Ας μένει πάντα εδώ, τόσο παντού, ψίθυρος, μνήμη, φαντασία, εδώ, πουθενά -φόρα με, Συ- καθηλωμένη στο σημείο της πρώτης συνάντησης. Άλλωστε η φόρα είχε από εκείνη την μέρα την φορά μιας φθοράς παρατεταμένης. Άσε με -εμένα και τις παρηχησεις μου- μια φορά να λαμπύριζες στις ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες των νευρώνων μου καθώς σε αγγίζω, αλλά να που η φθορά πήρε τη λάμψη της λιακάδας. Αβέβαιος παραμένω, αβέβαιος, όπως χθες στο λιόγερμα που είδα εσένα ή διάβασα για εσένα πρώτη φορά, είμαι σαστισμενος και αβέβαιος, αβέβαιος τόσο που χάνω και το φύλο μου, δεν έχει σημασία καν το σώμα Μου, μουδιασμένος, αβέβαιη, όπως χτες -ας πω χτες, αν και πια δεν ξέρω- που είδα ή διάβασα ή άκουσα για σένα πρώτη φορά -αν ήταν κι η πρώτη- είμαι σαστισμένη κι αβέβαιος και σίγουρα καθηλωμένος πέρα-δώθε πηγαίνοντας στο σημείο της